Οι Αθηναίοι δύσκολα επισκέπτονται το εστιατόριο ενός ξενοδοχείου για δείπνο. Η ξενοδοχειακή εστίαση τους πέφτει ψυχρή, πομπώδης· προτιμούν τη ζεστασιά του ταβερνο-εστατορίου ή την απατηλή λάμψη του μαγαζιού μόδας. Το ξενοδοχειακό φαγητό ταυτίζεται επίσης με μια στερεοτυπική ιντέρνασιοναλ κουζίνα, με πολλή διακόσμηση και ελάχιστη γεύση. Τέλος, οι τιμές: στα καλά 5στερα ξενοδοχεία, τα εστιατόρια χρεώνουν τιμές 5 αστέρων στους μπίζνες κλας πελάτες τους, αποκλείοντας έτσι τους άλλους.
Οι προκαταλήψεις αυτές είναι δικαιολογημένες, σε μεγάλο βαθμό. Ωστόσο τα τελευταία χρόνια, με την ανάπτυξη μιας σχετικής γαστρονομικής κουλτούρας, αναπτύχθηκαν συστοίχως και τα εστιατόρια των καλών ξενοδοχείων. Hilton, Intercontinental, Semiramis, St George Lycabettus, Park, είναι μερικά παραδείγματα. Σε αυτά προσθέτουμε τώρα το Royal Olympic, με το εστατόριο «Iωάννης».
Το «Ιωάννης» έχει ένα ακαταμάχητο προσόν: ευρισκόμενο στην ταράτσα του επταόροφου κτιρίου, σε στρατηγική θέση στην καρδιά του ιστορικού κέντρου, προσφέρει θέα που κόβει την ανάσα… Η γωνιακή τζαμαρία που περιβάλλει το μεγάλο εστιατόριο προσφέρει πιάτο την Ακρόπολη, τους στύλους του Ολυμπίου Διός, την κορυφή του Φιλοπάππου και του Στρέφη, τον Λυκαβηττό, τον Υμηττό και ό,τι άλλο ορέγεται το πεινασμένο μάτι του Αθηναίου… Πρόκειται περί μοναδικής φαντασμαγορίας.
Εχει κι άλλα προσόντα όμως το ρουφ γκάρντεν του Ολύμπικ. Την πολύ σοφιστικέ κουζίνα του γνωστού σεφ Κώστα Τσίγκα, το ταχύ και ευγενικό σέρβις, το ήσυχο και διακριτικό περιβάλλον. Μειονεκτήματα; Ενα φανερό και σημαντικό: οι υπεραλμυρές τιμές. Για πλήρες γεύμα, ένα ζευγάρι θα φτάσει τα 200 ευρώ.
Το ακριβότερο αναλογικά πιάτο είναι μια τριλογία θαλασσινών: ένα στρείδι, δύο πετροσωλήνες, και σαλιγκαράκια θαλασσινά (χοχλιδάκια), στολισμένα με μους αχινού, προς 33 ευρώ. Οι γεύσεις τους βέβαια είναι μοναδικές, αλλά η τιμή τους δυσθεώρητη και δυσανάλογη ως προς την ποσότητα και το κόστος της πρώτης ύλης.
Από σαλάτες δοκιμάσαμε τη «χειμωνιάτικη»: διάφορα είδη γογγυλιών και ριζών, βρασμένα, με φακές και κρέμα φασολιών. Πολύ ωραία ιδέα, μεσογειακά εκτελεσμένη με ελαιόλαδο και ξιδολέμονο. Αλλη σαλάτα-ορεκτικό ήταν γλυκάδια σωταρισμένα με κρασί και συνοδευόμενα από πορτοκάλι, ρόκα και φουντούκια. (21 ευρώ τα γλυκάδια!)
Στα πρώτα δοκιμάσαμε φρέσκο μεσογειακό λευκό τόνο τυλιγμένο σε φύλλο. Τα δύο τεράστια φιλέτα εκλεκτού τόνου περιβάλλονται από σφολιάτα γεμιστή με άγρια μανιτάρια, και συνοδεύονται από νόστιμα σέσκουλα «τσιγαριστά». Ωραία σύλληψη και εκτέλεση. Το άλλο ψαροπιάτο ήταν πιο σύνθετο και ολιγότερο σαφές-επιτυχές, παρότι ενδιαφέρον: πεσκανδρίτσα στη σχάρα, με χοχλιδάκια, χόρτα τσιγαριστά και σκορδαλιά κολοκύθας. (Και 37 ευρώ για πεσκανδρίτσα με χορταρικά, είναι εξωφρενική τιμή.)
Γλυκά. Το μιλφέιγ ήρθε γεμιστό με λαχανικά! Μάραθος, καλοκύθα, και σάλτσα μήλο-παντζάρι. Εντυπωσιακό ως περιγραφή, λιγότερο εντυπωσιακό ως γέυση. Το άλλο: Κουραμπιές (το μπισκότο του) με κρέμα τριαντάφυλλο, σορμπέ γιαουρτιού και όλο σκεπασμένο με λευκή σοκολάτα· επίσης λιγότερο γευστικό από την περιγραφή και τη φιλοδοξία του.
Συμπέρασμα. Η θέα μοναδική, συναρπαστική. Η σάλα, το σέρβις, πολύ καλά. Η λίστα κρασιών, μέτρια προς αξιοπρεπής. Τα πιάτα ψαγμένα, εφευρετικά, κάπως ακκιζόμενα και φορτωμένα ωστόσο · εν συνόλω, καλά. Οι τιμές αδικαιολόγητες ― έως και 20-30% ακριβότερες από ανάλογα ρεστωράν.